ἀστρόβλητος

ἀστρόβλητος
ἀστρό-βλητος, ον,
A = ἀστροβλής, sun-scorched, Id.Juv.470a32, Thphr.HP4.14.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστρόβλητος — ἀστρόβλητος, ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλητος < (θ.) βλη , βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ἀστρόβλητα — ἀστρόβλητος sun scorched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρόβλητοι — ἀστρόβλητος sun scorched masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”